Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Συνέντευξη του Σίμου Ιωαννίδη

Η Όπερα Θεσσαλονίκης παρουσιάζει την «La Traviata» του Giuseppe Verdi για πέντε μόνο παραστάσεις, τέσσερεις στη Θεσσαλονίκη στη σκηνή του κινηματογράφου Αριστοτέλειον και μία στη Βέροια. Στη μία παράσταση θα διευθύνει ο πρωτοεμφανιζόμενος στην Ελλάδα θεσσαλονικιός διευθυντής ορχήστρας Σίμος Ιωαννίδης που έδωσε συνέντευξη στην Αναστασία Γρηγοριάδου.

Είναι η πρώτη φορά που διευθύνετε έργο στην Ελλάδα;
Ναι, είναι η πρώτη φορά. Είμαι ευτυχής που μπορώ και διευθύνω επιτέλους στην Ελλάδα γιατί είναι λίγο δύσκολο να διευθύνεις εδώ καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα να κάνεις επαφή όπως στη Γερμανία, δηλαδή στέλνοντας κάποια χαρτιά και περνώντας κάποιες εξετάσεις. Στην Ελλάδα πρέπει να βρεις κάποια άτομα, κι εγώ δεν έχω πολλές επαφές, τις απέκτησα σιγά-σιγά.

Έχει να κάνει με το ότι, σε σχέση με το εξωτερικό, δεν έχουμε τόσο συχνά ανεβάσματα όπερας;
Αυτό είναι ασφαλώς ένα πρόβλημα. Υπάρχουν πολύ λίγες συναυλίες, υπάρχουν λίγες δυνατότητες να διευθύνεις ένα έργο.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη. Οι πρώτες μουσικές σας σπουδές ήταν εδώ;
Ναι, στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης σπούδασα πιάνο, βιολί και ανώτερα θεωρητικά. Μετά ξεκίνησα σπουδές στο Μαθηματικό, τις οποίες αναγκάστηκα να διακόψω γιατί έπρεπε να φύγω στην Φρανκφούρτη όπου έκανα πιάνο. Ακολούθησαν σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στο Βερολίνο.

Εν τέλει τι σας τράβηξε περισσότερο στη διεύθυνση ορχήστρας;
Είναι δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι τα προσόντα που είχα ήταν εξαιρετικά για να γίνω μαέστρος. Δηλαδή κατείχα το πιάνο πολύ καλά και ένα όργανο ορχήστρας. Στη Γερμανία το πιάνο είναι απολύτως απαραίτητο για να σπουδάσει κανείς και να δουλέψει, ξεκινάει κάποιος ως συνοδός και εκγυμναστής και στη συνέχεια γίνεται μαέστρος. Και το δεύτερο είναι ότι είχα την τύχη να δω σε μια συνάντηση τον μαέστρο της Όπερας της Φρανκφούρτης τον κ. Sylvain Cambreling με τον οποίο μπόρεσα ως βοηθός του να παρακολουθήσω μια όπερα, τη «Luisa Miller», κι εκεί είδα πώς κάνει κανείς όπερα σε ένα επίπεδο που και φιλικά και καλλιτεχνικά ήταν κάτι υπέροχο. Σε εκείνη τη συνεργασία είπα «Αυτό θέλω να κάνω» και επειδή είχα τα προσόντα, πίστεψα ότι θα ήταν καλό να ξεκινήσω και να ασχοληθώ με το χώρο και μέχρι στιγμής έχει αποδειχτεί ότι δεν ήταν κακή επιλογή.

Κατά τη γνώμη σας ποιο είναι το βασικό προσόν ενός διευθυντή ορχήστρας;
Είχαν ρωτήσει κάποτε τον κ. Κοντάκτ - είναι ένας εκ των δύο αδελφών που είναι πιανίστες και μαέστροι στην Φρανκφούρτη -, τι είναι αυτό που πρέπει να έχει ένας μαέστρος. Και είπε, «Την τεχνική τη μαθαίνεις» - αυτό είναι σχετικά εύκολο πρέπει να σε διδάξουν άνθρωποι που ξέρουν, γιατί υπάρχουν και πολλοί μαέστροι που δεν έχουν τεχνική- «αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία» συμπλήρωσε ο Κοντάκτ, «είναι τα πράγματα που γνωρίζει ο μαέστρος για το έργο, αυτά που κουβαλάει μέσα του ως άνθρωπος και οι γνώσεις του αυτές αποκτιούνται σιγά-σιγά και πρέπει να έχει κανείς μια πολύπλευρη επαφή με τη μουσική και τους μουσικούς». Η τεχνική λοιπόν είναι το ένα, το δεύτερο είναι η δυνατότητα να επικοινωνείς με ανθρώπους και να τους πείθεις να δουλέψουν μαζί σου. Οι εποχές του Τοσκανίνι που διέταζαν και κάναν μουσική έχουν περάσει. Το ζητούμενο είναι να προσκαλείς τους μουσικούς στο να εκπληρώσουν αυτό που εσύ θέλεις. Αυτό γίνεται με ένα χαρισματικό χέρι.

Η Όπερα Θεσσαλονίκης σας δίνει τη δυνατότητα να διευθύνετε ένα από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα έργα του ρεπερτορίου της όπερας, την «Traviata». Τι είναι αυτό που κάνει τόσο αγαπητό αυτό το έργο;
Καταρχάς είναι ένας χαρισματικός Βέρντι. Πιστεύω ότι έχει πολύ ωραία μουσική και πολύ ωραίο λιμπρέτο, το οποίο βασίζεται στο έργο «Η κυρία με τις καμέλιες» του Αλεξάνδρου Δουμά. Είναι ένας Βέρντι που έχει φτάσει σε υψηλότατο επίπεδο και είναι και η ιστορία μιας γυναίκας η οποία στο τέλος πεθαίνει, είναι ένα πολύ συναισθηματικό έργο και επικίνδυνο βέβαια από την άλλη. Είναι τόσο ρομαντικό που μπορεί να αγγίξει τα όρια της οπερέτας, λένε μερικοί. Αν δεν προσέξεις πώς θα το στήσεις και πώς θα το παρουσιάσεις, μπορεί να ξεφύγει και από το τραγικό και να γίνει μελό, είναι ένα οριακό έργο.

Με τη διεύθυνσή σας τι θέλετε να αποδοθεί;
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να καταλάβω πώς νιώθει αυτός που είναι απέναντί μου, είτε είναι μουσικός είτε είναι σολίστας είτε χορωδός. Και από την άλλη να τον πείσω να δουλέψουμε μαζί και να κάνουμε μαζί μουσική.

Αυτήν την εποχή ζείτε στο Βερολίνο;
Ναι. Τα τελευταία έξι χρόνια ήμουν σε θέατρα και από τον Αύγουστο κι έπειτα ήθελα να κάνω ένα διάλειμμα γιατί είναι εξαιρετικά σκληρή η καθημερινότητα σε ένα θέατρο. Έχεις επτά μέρες την εβδομάδα, με ένα πρόγραμμα πολύ βεβαρημένο και με μια καθημερινότητα που δεν σε αφήνει καν να προγραμματίσεις κάτι. Μου έχει τύχει Κυριακή πρωί να μου τηλεφωνήσουν, όντας εγώ στο δρόμο για ένα ταξίδι, και να με φωνάξουν να διευθύνω. Αυτό ήθελα να το σταματήσω λίγο και γιατί με είχε κουράσει αλλά και γιατί κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις όταν είσαι δεσμευμένος στο θέατρο. Έτσι μπόρεσα να έρθω εδώ για την «Τραβιάτα» από την Όπερα Θεσσαλονίκης, έτσι ετοιμάζομαι να πάω στην Αυστρία να κάνω μια όπερα, τώρα έχω το χρόνο να κάνω διάφορα πράγματα.

Πόσα χρόνια ζείτε και δουλεύετε στο εξωτερικό;
Τώρα αρχίζει ο δέκατος όγδοος χρόνος.

Οι συνθήκες δεν έχουν σχέση με την Ελλάδα οπότε δεν το σκέφτεστε, φαντάζομαι, να επιστρέψετε σύντομα;
Καταρχάς, γενικά στο εξωτερικό υπάρχει μια ποιότητα ζωής που δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Το δεύτερο είναι ότι εδώ νομίζουμε ότι είμαστε στον παράδεισο ενώ δεν είμαστε, δεν έχουμε την αίσθηση του πού ζούμε πολλές φορές, και -πραγματικά, το λέω με πίκρα αυτό- ιδίως στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει ένας μύθος ότι είμαστε μια παραμελημένη πόλη, το οποίο ισχύει για όλους όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη, είναι μια αρρώστια το να πιστεύουμε ότι μας έχουν αδικήσει, ότι είμαστε κάτι εξαιρετικό που δεν το βλέπει κανένας κι έτσι δεν έχουμε μάθει, ή ξεχάσαμε, να δουλεύουμε. Και κάτι ακόμη είναι ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο Βερολίνο όπου ζω και τη Γερμανία, το Βερολίνο δεν είναι Γερμανία, είναι μια ανοιχτή κοινωνία και είναι ο μόνος χώρος στη γη που έχω συναντήσει μέχρι τώρα και στον οποίο αισθάνομαι ελεύθερος, μπορεί να μην κάνω τίποτα, μπορώ όμως να κάνω και τα πάντα.

Info:

Κινηματοθέατρο «Αριστοτέλειον»
5,6,9,11 και 13 Απριλίου

Προπώληση εισιτηρίων στα εκδοτήρια του Κ.Θ.Β.Ε., Τ: 2310 223785
Ώρα έναρξης: 20:30
Εισιτήρια: 30€, 40€, 45€, φοιτητικό/μαθητικό: 20€, 25€

Δεν υπάρχουν σχόλια: