Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Δεν είναι το θέατρο μια Τέχνη του προφορικού λόγου;

Στο πλαίσιο του 12ου Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη είδα την παράσταση «Mnemopark» από την ομάδα Πρωτόκολλο Ρίμινι στη Μονή Λαζαρι-στών. Η παράσταση αυτή, εντελώς πρωτότυπη, βασιζόταν σε ένα ομοίωμα ελβετικής γης στημένο (σαν ρεαλιστική μακέτα) επί σκηνής, που το διέτρεχε ένα τρένο-μινιατούρα με μια μικροσκοπική κάμερα τοποθετημένη μπροστά στη μηχανή του, που οι λήψεις της μεταδίδονταν απευθείας σε μια μεγάλη οθόνη στο βάθος της σκηνής, ενώ πέντε δεξιοτέχνες στο χειρισμό αυτού του μικρόκοσμου (μαζί με έναν ακόμα που χειριζόταν τον ήχο) έπαιζαν ρόλους και σκηνοθετούσαν αλλά και μας αφηγούνταν με χιούμορ μια ιστορία, δημιουργώντας στην ουσία μπροστά στα μάτια μας μια ταινία…(ουφ!). Το πρόβλημα ήταν ότι η προφορική αφήγηση ήταν στη γερμανική γλώσσα με ελληνικούς υπέρτιτλους, άρα έπρεπε να διαβάζω τα λόγια και ταυτόχρονα να προσπαθώ να παρακολουθήσω τα πολλαπλά σημεία οπτικού ενδιαφέροντος επάνω στη σκηνή και την οθόνη. «Μια θεατρική παράσταση, ακόμα κι αυτού του είδους» σκέφτηκα, «για να προσληφθεί από τον θεατή ως θεατρική, θα πρέπει τουλάχιστον να ακούγεται σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει». Ήταν όμως μια πολύ δραστική παράσταση, που σου μένει.

Μετά πήγα στην επόμενη παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο, όπου παιζόταν το έργο της Σάρα Κέιν «Καθαροί πια» από το Σύγχρονο Θέατρο του Βρότσλαβ σε σκηνοθεσία Κριστόφ Βαρλικόφσκι. Πλήθος κοινού περίμενε έξω από τις κλειστές πόρτες της αίθουσας παραστάσεων γιατί ο Βαρλικόφσκι έκανε -λέει- πρόβες την τελευταία στιγμή και η παράσταση (διάρκειας 2 ωρών και 40 λεπτών) άρχισε με 50 λεπτά καθυστέρηση. Η ατμόσφαιρα, από την πρώτη στιγμή, ήταν εντυπωσιακή: το εκτεταμένο και περιφραγμένο σκηνικό, οι χαμηλοί φωτισμοί, οι συριγμοί και η μουσική, η σωματική παρουσία και οι εντάσεις στις φωνές των προσώπων… Μόνο η γλώσσα που μιλιόταν, τα πολωνικά, μου ακουγόταν από την αρχή τόσο «ξένη»… Άκουγα μόνο κάτι φθόγγους, με συχνά επαναλαμβανόμενα τς, τς, τς, ενώ διάβασα -εναλλάξ- τους ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους κάπου ψηλά (δίνοντας βαθμιαία έμφαση στα αγγλικά, καθότι έλεγα ότι είναι οι πρωτότυποι διάλογοι του έργου, και που η απόδοσή τους στα ελληνικά δεν ήταν πάντα επιτυχημένη). Ώσπου έχασα την επαφή μου με τον λόγο, δηλαδή με το περιεχόμενο νοήματος του έργου, σαν να έβλεπα πια, όχι μια θεατρική παράσταση αλλά μια κινηματογραφική ταινία (διαβάζοντας διπλούς υπέρτιτλους αντί για υπότιλους) με εντυπωσιακή -πραγματικά!- σκηνοθεσία, που ωστόσο δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τι συνέβαινε εξελικτικά (και υπαρξιακά, φαντάζομαι) στους ήρωές της. (Παρατηρώντας μόνο κάποιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες, όπως ότι σε κάποια επαφή ενός γυμνού άντρα και μιας γυμνής γυναίκας προκλήθηκε μια μερική στύση στον άντρα -αλλά αμέσως έσβησαν τα φώτα.) Έτσι κάπου στη μέση της διάρκειας της παράστασης, θεώρησα ανώφελο να παραμένω και να «χαζεύω» απλώς αφηρημένα όσα συνέβαιναν επί σκηνής κι αποχώρησα. «Μοντέρνο - ξεμοντέρνο, το θέατρο δεν παύει να είναι μια τέχνη προφορικής παράδοσης» σκέφτηκα με πείσμα, «που δεν προορίζεται για να διαβάζονται τα λόγια του». Και μετά μου ήρθε και τ’ άλλο: «Άσε που εγώ ποτέ μου δεν τρελάθηκα με την Σάρα Κέιν…».

Η επόμενη παράσταση που είδα ήταν το «Generation Jeans» από το Ελεύθερο Θέατρο της Λευκορωσίας στο Θέατρο της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, ένας μονόλογος μιάμισης ώρας στα ρώσικα -με ελληνικούς υπέρτιτλους βέβαια. Αλλά, αν και δεν καταλαβαίνω ούτε ρώσικα, αυτή τη φορά η «ανάγνωση αντί της ακρόασης» του λόγου δεν με πείραξε τόσο πολύ. Ίσως γιατί δεν επρόκειτο ακριβώς για θεατρικό έργο αλλά για μια αναδρομική αφήγηση απευθυνόμενη προς τον θεατή -με προεκτάσεις μανιφέστου (που αναφέρεται στον επαναστατικό συμβολισμό των τζιν ρούχων και του ροκ, τότε που ήταν απαγορευμένα στη Σοβιετική Ένωση). Ίσως γιατί τα όσα -λιτά- συνέβαιναν επί σκηνής δεν απαιτούσαν την αδιάλειπτη οπτική προσοχή, κι όταν την απαιτούσαν, φρόντιζε τουλάχιστον να σωπαίνει ο αφηγητής. Ίσως έπαιζαν ρόλο και τα μουσικά κομμάτια που μιξάριζε πίσω από τον ηθοποιό ο DJ. Ίσως, δεν ξέρω… Αλλά σκέφτηκα και το χειρότερο: ότι, ίσως, άρχισα εγώ να υποκύπτω σε μια επαφή «από δεύτερο χέρι» με τη θεατρική πράξη, όπου ο λόγος του έργου διαβάζεται (σε τίτλους) αντί να ακούγεται από τον θεατή. Και δεν ξαναπάτησα σε άλλη παράσταση με επαφή «ανάγνωσης» μόνο. Ε, δεν είναι θέατρο αυτό!

Οι ηλιόλουστες μέρες στα ουζερί της Περαίας
Που η φίλη μου πλήρωσε 6,5€ για μιάμιση ώρα στο πάρκιγκ-αλάνα σε κεντρικό σημείο της πόλης, κοντά στον λευκό Πύργο. Σε λίγο… ποδήλατο! (Αθηνά)

Που εγώ, ένα πρώην μικρό φουγάρο, μετράω 31 μέρες χωρίς ούτε ένα τσιγάρο!
Που ώρες-ώρες έχω δολοφονικές τάσεις και θέλω να σκοτώσω με φρικτά βασανιστήρια όσους καπνίζουν δίπλα μου! (Ντίνα)

Που εθεάθη σε καφέ-μπαρ της παραλίας στη Θεσσαλονίκη ο Στράτος (Τζώρτζογλου), ο Μάκης και ο… Θέμος, ναι κι αυτοί οι δυο μαζί
Που πολλά καλά «κονέ» γίνονται (κρυφά) στην πόλη μας αλλά τα καλά λεφτά παίζουν μόνο στην Αθήνα (Σταμάτης)

Το «Velvet Bus» που διοργάνωσε το περιοδικό Velvet και έφερε καλά γκρουπ στο Liebe
Που η συναυλία τελείωσε με ένα κακόγουστο, δήθεν αυθόρμητο, show γνωστού δημοσιογράφου επί της σκηνής. Ακόμα και τα stage diving χάλασαν στις μέρες μας
(Όλγα)

Που ζωντάνεψαν μπροστά μου πρόσωπα και ιστορίες άλλης εποχής με την έκθεση «Καλίνδοια, μια αρχαία πόλη στη Μακεδονίας» στο Αρχαιολογικό Μουσείο
Να υπάρχει ακόμη κόσμος που επισκέπτεται μουσεία όταν πηγαίνει εκδρομή, στο εξωτερικό κυρίως, ενώ δεν ξέρει τι γίνεται στην πόλη που ζει (Αναστασία)

Η παράσταση «Gin & Satsumas» του Levantes Dance Theatre στο «Μικρό φεστιβάλ» της Ούγκα Κλάρα
Η αντίληψη πως αν μια παράσταση είναι «τζάμπα», μπορείς να κάνεις ό,τι θες μέσα σ’ αυτήν (να μπαινοβγαίνεις, να βήχεις, να βγάζεις φωτό με το κινητό σου), βλ. Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου… (Γκέλυ)

Που παρακολούθησα την ηρωική -λόγω συνθηκών στο Αριστοτέλειον- αλλά πολύ καλή παράσταση «La Traviata» από την Όπερα Θεσσαλονίκης
Που μου τα χάλασε κάπως η επιλογή του ερμηνευτή στο ρόλο του Αλφρέντο (όχι φωνητικά) που ήταν αταίριαχτος με την Βιολέτα (Zikos)

Δεν υπάρχουν σχόλια: