Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Οι ναοί των Μουσών


«μουσείον, το», ναός ή ενδιαίτημα των Μουσών ή των Νυμφών 2. καθόλου, σχολείον τέχνης ή ποιήσεως κτλ πρβλ. Πλούτ. «ούτως αι Αθήναι καλούνται το της Ελλάδος μουσείον» 3. «Μουσεία», τα, εορτή των Μουσών 4. «Μουσείον, το», δηλ. Φιλοσοφική σχολή και βιβλι-οθήκη, ως το του Πλάτωνος εν Αθήναις (Διογ.Λ.) ή το εν Αλεξανδρεία (Στράβ. -δεν εχετε παράπονο, κοτζάμ Liddell a. Scott σας κατέβασα.

«μουσείον, το», «A building, place or institution devoted to the acquisition, conservation, study, exhibition and educational interpretation of objects having scientific, historical or artistic value» (λυπηρόν πλην αληθές, οι συ-ντομότεροι και ακριβέστεροι ορισμοί λέξεων σήμερα επιπολάζουν ευνοιοκρατικά στην αγγλική γλώσσα). Τες πα, δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Το «μουσείο» λοιπόν, ενέχει τελεογενώς τη γνώση, την ιερότητα, το σεβασμό, καθώς και την προαγωγή της έρευνας και της διδαχής. Θεωρητικά, με σεβασμό θα έπρεπε να μπαίνουν σ’ αυτό οι θαμώνες του, και με σεβασμό θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τους προσπόλους του -το προσωπικό του. Ναι, μα ζούμε στην εποχή των αγοραίων πλουραλιστικών ερεθισμάτων, κι όχι στην εποχή της μαθήσεως! Ζούμε στην εποχή που κανείς πηγαίνει σε ένα Μουσείο μόνο και μόνο για να πάη, ή το, ακόμη χειρότερο, για να μην τον μεμφθούν «ότι δεν έχει πάει».

Τα ελληνικά μουσεία ωστόσο, έχουν άλλες ιδιομορφίες. Στην αυταπόδεικτη αλήθεια του ότι «όποιος μπαίνει στο μουσείο μας είναι ένας ηλίθιος που θα του κάνουμε και τη χάρη να τον φωτίσουμε, ΑΝ κιόλας τα παίρνη τα γράμματα», επιπροστίθεται η ακόμη πικρότερη αλήθεια του ότι «το μουσείο είναι ελ-ληνικό, αυτά τα φτιάξανε οι παππούδες μας και οι μπατζανάκηδές τους, και μάλιστα την εποχή που εσείς, οι υπόλοιποι, τρώγατε βελανίδια -σώς μπεαρναίζ». Έτσι, ο καθένας που μπαίνει στο μουσείο ΜΑΣ, προσέρχεται οιονεί ικέτης ή α πριόρι κομπλεξικός παρατηρητής, ίσως μάλιστα και επίβουλος, της αιώνιας δόξης μας.

Κι έτσι, ο κάθε λίγδης και λιποσταγής μυστακοφόρος, όπως ο υπάλληλος που είδα πριν λίγα χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων, δικαιούται να φωνάζη στην ξανθιά και εμφανώς αλλοδαπή παρασιτεμένη κυριούλα «μαντάμ, νο φώτογκραφς» εις επήκοον των πάντων. «Μπατ, ιτ χαζ νο φλάς», διαμαρτυρήθηκε εκείνη, για να εισπράξη ένα φιλικά επεξηγηματικό «Φλάς-ξεφλάς, νο!». «Μπατ, ιν Άθενς...» εξακολουθησε θρασύτατα το γραΐδιον. «Εδώ είναι Κρήτη, όχι Αθήνα», αποκρίθηκε με περηφάνεια το ηρωϊκό ζαγάρι του Ψηλορείτη.

Ή η κάθε ταγεροφορούσα και έχουσα πολιτικό μέσο πλεονάζον όσο και η κυτταρίτιδά της από το καθισιό υπάλληλος-φύλακας μουσείου, που κοιτάζει βλοσυρά το παιδάκι που τόλμησε να ακουμπήση με το βέβηλο χέρι του κάνα άγαλμα και κυρίως τους απολίτιστους γονείς του, και ξερνάει ένα ηχηρό «Ντόν’τ τάτς πλήζ» (άξεντ Θώδη), λες και το άγαλμα θα λιώσει δια της αφής, επίσης και αυτή δεδικαίωται από την ιερότητα του χώρου και των εκθεμάτων.

Αναπάντεχη εξαίρεση, τα μικρά επαρχιακά μουσεία, εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν το χρόνο ή τη διάθεση να μιλήσουν σχεδόν με τα εκθέματα, να τα αγαπήσουν (εκεί που το «δικά μας» δεν πηγάζει από κάποια στρεβλή και υπερφίαλη σχολική εκπαίδευση, αλλά από το ότι τα βρήκαν πρόσφατα, στο χωράφι τους, στη γειτονιά, στα σπίτια, τα δέντρα και τα σπαρτά τους). Αυτοί, όταν μπαίνης θα σε καλωσορίσουν με αγάπη και περηφάνεια, θα σε ξεναγήσουν πρόθυμα και, αν θελήσης να τους ακούσης, θα μάθης την ιστορία του κάθε εκθέματος όχι όπως τη διάβασες στον οδηγό σου, αλλά όπως την έζησαν, μέσα από την αχλύ των θρύλων τους, οι ίδιοι εκείνοι και οι πρόγονοί τους που τα ανεκάλυψαν.

Άνθρωποι κι άνθρωποι, μουσεία και μουσεία. Σε άλλα, Μουσηγέτης δεν είναι πλέον ο Απόλλων, αλλά ο κερδώος Ερμής (και αναρωτιέται κανείς, πότε επί τέλους θα ξεκινήσουν και εδώ τα κέητερινγκ και οι δεξιώσεις στις αίθουσες των αρχαιοτήτων, όπως αλλού). Σε άλλα πάλι, μικρά, ξεχασμένα, μοναδικός παρατηρητής, αισθάνεσαι περιδιαβαίνοντας τα μικρά υπόλοιπα ξεχασμένων ζωών σε παλιομοδίτικες γυάλινες βιτρινούλες με δακτυλογραφημένες μικρές πινακίδες, το θρόϊσμα και το απαλό άγγιγμα, που ξέρεις ότι, ναι, είναι αυτό, το άγγιγμα της ζωντανής Μούσας σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: