Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Μια Κυριακή του Δεκέμβρη, για πού όλοι αυτοί;

Ξύπνησα γύρω στις 10 το πρωί, με το κεφάλι βαρύ, μια Κυριακή με καιρό μουντό, βροχερό. Οι υπόλοιποι της οικογένειας, σύζυγος, παιδιά, σκυλιά, συνέχισαν να κοιμούνται του «κακού καιρού» (που πάει να πει: έτσι και σε «πλακώσει» η υγρασία της Σαλονίκης άντε να «σηκωθείς»). Πλύθηκα, ντύθηκα, έφαγα ένα μήλο στα όρθια, κοιτώντας από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας τη βροχή να πέφτει στο μπαλκόνι μας, και μετά πήρα μια ομπρέλα και βγήκα έξω για να πάρω κυριακάτικες εφημερίδες κι ένα καρβέλι ψωμί. Πήγα πρώτα από το αρτοζαχαροπλαστείο «Εστία» της γειτονιάς μου, που είναι πάντα ανοιχτό, Κυριακές και εορτές, από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα και ξεφουρνίζει συνεχώς αρτοσκευάσματα κάθε εί-δους, αλμυρά και γλυκά. Απ’ έξω ήταν διπλοπαρκαρισμένα 3-4 αυτοκίνητα με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν και μέσα στο κατάστημα βρήκα καμιά ντουζίνα πελάτες να περιμένουν σε «διπλωμένη» ουρά αναμονής, με τρεις πωλήτριες να τους εξυπηρετούν. Μπήκα κι εγώ στην ουρά αναστενάζοντας και άκουσα δίπλα μου έναν κύριο -προχωρημένης ηλικίας- να μουρμουρίζει: «Έτσι γινόταν κάποτε στη Ρωσία… για λίγο ψωμί». Άκουσα όμως κάτι ευτραφείς κυρίες εκεί μπροστά στην ουρά, που ζητούσαν κάτι σε «6 τυροπιτάκια, 6 σπανακοπιτάκια και 6 με κιμά -α, και 6 μικρά πιροσκί, βάλε και 4 κουρού» ή «2 μάρφιν σοκολάτα, 4 μικρά κρουασάν σοκολάτας και 2 τσουρεκάκια γεμιστά με σοκολάτα -α, βάλε και 2 κομμάτια πάστα φλώρα» και σκέφτηκα: «Αυτές εδώ δεν έχουν στηθεί στην ουρά για το ψωμί τους αλλά για το παντεσπάνι τους» (που θα ’λεγε και η Μαρία Αντουανέτα). Και μετά αναρωτήθηκα: «Μα καλά, με τόσες εκπομπές για συνταγές μαγειρικής που παρακολουθούν κάθε μέρα και ψωνίζουν πίτες και γλυκά από τα έτοιμα! Μόνο για να τους ανοίγει η όρεξη τις βλέπουν;» Μετά παρατήρησα ότι τα ράφια με τα ψωμιά ήταν άδεια και ρώτησα: «Συγνώμη, ψωμιά δεν έχετε;» Μια υπάλληλος απάντησε φωναχτά -για ν’ ακούσουν κι όλοι οι άλλοι: «Σε 25 λεπτά θα βγάλουμε… φόρμες και μπαγκέτες, τώρα έχουμε μόνο λίγα καρβελάκια». Τότε μία από τις κυρίες μπροστά, που είχε ήδη παραγγείλει, αναφώνησε: «Αχ, δώστε μου και 2 καρβελάκια». Δεν άντεξα άλλο και αποχώρησα επιδεικτικά από την ουρά -έτσι κι αλλιώς μας είχαν καλεσμένους το μεσημέρι για φαγητό. Επέστρεψα σπίτι μόνο με τις κυριακάτικες εφημερίδες.

Το μεσημέρι κόπασε η βροχή και ξεκινήσαμε να πάμε οικογενειακώς (εγώ συν γυναιξί και τέκνοις δηλαδή) με το αυτοκίνητο στα Πετροκέρασα, όπου μας είχαν καλεσμένους κάτι δικοί μας στο νέο εξοχικό τους -και- για φαγητό (στη θράκα). Πήρα από Πυλαία το δρόμο για Πανόραμα, για να κατέβω στον παλιό δρόμο προς Καβάλα, έπειτα για Ζαγκλιβέρι και από εκεί για Πετροκέρασα. Βγαίνοντας από το Πανόραμα είδα ότι είχε «καθίσει» αραιή ομίχλη, αλλά άναψα τα κατάλληλα φώτα του αυτοκινήτου και συνέχισα. Λίγο αργότερα «δεν έβλεπα τη μύτη μου» -που λένε, συνέχισα όμως να ανηφορίζω αργά με τα μάτια καρφωμένα στην άσπρη γραμμή του οδοστρώματος (4 - 5 μέτρα μόλις μπροστά). Πίσω μου έβλεπα τα φώτα κάποιων αυτοκινήτων που με ακολουθούσαν στη σειρά, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω πόση μπορεί να ήταν η ουρά που είχε σχηματιστεί, ούτε μπορούσα να ξέρω αν θα έπρεπε να κάνω στην μπάντα και να αφήσω κάποιον άλλον να προπορευτεί. «Μα πού στο διάολο πηγαίνουν όλοι αυτοί;» αναρωτήθηκα αγχωμένος. «Μάλλον, οι περισσότεροι, όπως κάθε Κυριακή τέτοια ώρα, για φαγητό στην εξοχή» απάντησα μόνος μου. «Μα ακόμα και με τέτοια ομίχλη;» αναρωτήθηκα περαιτέρω. Φτάνοντας στη διασταύρωση που πάει από τη μια προς Χορτιάτη και από την άλλη προς Ασβεστοχώρι, η ορατότητα πια ήταν σχεδόν μηδενική, είπα «ε όχι κι έτσι», κι έκανα στροφή και γύρισα πίσω στην κατηφόρα προς το Πανόραμα πάλι (ενώ το κομβόι πίσω μου συνέχισε την «τυφλή» του πορεία!). Ειδοποιήσαμε στο τηλέφωνο τους δικούς μας στα Πετροκέρασα πως επιστρέφαμε στη Θεσσαλονίκη. Όταν επιτέλους βγήκα από τον κλοιό της ομίχλης είχα πονοκέφαλο από την υπερένταση της οπτικής προσήλωσης κατά τη διάρκεια της οδήγησης σε αυτήν τη διαδρομή.

Αλλά πάλι καλά να λες, αν σκεφτείς ότι υπάρχουν στον κόσμο και άνθρωποι που πεινάνε… Άσχετο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: